- έπηλυς
- ἔπηλυς, -υ (AM)ξένος, αλλοδαπός («ξένους ἀμείβεσθ' ὡς ἐπήλυδας πρέπει», Αισχύλ.)αρχ.1. αυτός που επανέρχεται σε μια θέση («ὦ ξένοι, ἔλθετ' ἐπήλυδες αὖθις», Σοφ.)2. προσήλυτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ηλυς (< θ. ελυθ συνεσταλμ. μεταπτωτική βαθμίδα τής ρίζας ελευθ- (πρβλ. ελεύσομαι, μέλλ. τού ρ. ελεύθω* «έρχομαι»)το -η- τού -ηλυς είναι προϊόν εκτάσεως εν συνθέσει].
Dictionary of Greek. 2013.